αφοβία

αφοβία
η (AM ἀφοβία) [άφοβος]
έλλειψη φόβου, γενναιότητα
αρχ.-μσν.
1. το να μη φοβάται κανείς τον θεό, η ασέβεια
2. το να μη φοβάται κανείς τις δυσκολίες της ζωής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀφοβία — ἀφοβίᾱ , ἀφοβία fearlessness fem nom/voc/acc dual ἀφοβίᾱ , ἀφοβία fearlessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφοβία — αφοβία, η και αφοβιά, η και αφοβησιά, η έλλειψη φόβου, τόλμη, γενναιότητα: Μου έκανε εντύπωση η αφοβησιά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφοβίᾳ — ἀφοβίαι , ἀφοβία fearlessness fem nom/voc pl ἀφοβίᾱͅ , ἀφοβία fearlessness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοβίας — ἀφοβίᾱς , ἀφοβία fearlessness fem acc pl ἀφοβίᾱς , ἀφοβία fearlessness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοβίαν — ἀφοβίᾱν , ἀφοβία fearlessness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοβίαις — ἀφοβία fearlessness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφοβίη — ἀφοβία fearlessness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από …   Dictionary of Greek

  • θάρρος — Τίτλος διαφόρων ελληνικών εφημερίδων. Η πρώτη ήταν της Καλαμάτας (1899) που εξέδωσε ο Ιωάννης Αποστολάκης, και ακολούθησαν ομώνυμες των Τρικάλων (1908 41) του Λ.Ν. Κλειδωνόπουλου, της Σμύρνης (1910 22) του Σ. Σολωμωνίδη, του Πειραιά (1913 41) του …   Dictionary of Greek

  • ЭПИКУР — (Epicures) (341/342 271/270 до н.э.) др. греч. философ, основатель эпикуреизма филос. учения, популярного в античности и имевшего последователей и почитателей в Новое время. Учился философии у Навсифана, в 310 основал филос. школу сначала в… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”